- σπάζομαι
- σπάζομαι, σπάστηκα βλ. πίν. 36——————Σημειώσεις:σπάζομαι : με την ειδική έννοια → ενοχλούμαι υπερβολικά από κάτι (απ' όπου και το επίθετο σπαστικός → πολύ ενοχλητικός, εκνευριστικός).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Приветствие — • Άσπάξεσθαι, приветствовать; обыкновенные формулы приветствия были: χαι̃ρε (χαίρειν), самое древнее греческое приветствие; ύγιαίνειν (приветствие пифагорейцев), ευ̃ πράττειν. В одном отрывке Филемона говорится: Αιτω̃ δ ύγίειαν,… … Реальный словарь классических древностей
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek